- τρίχρονα
- τρίχρονοςof three timesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίχρονος — η, ο 1. που έχει ηλικία τριών χρόνων: Τρίχρονο αγοράκι. 2. που έχει τριών ειδών χρόνο ή ρυθμό μουσικής. 3. μικρό πόδι της μετρικής, που αποτελείται από τρεις πρώτους χρόνους, ο τρίσημος. 4. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τρίχρονα η τρίτη επέτειος:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίχρονος — η, ο / τρίχρονος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει τρεις χρόνους 2. μουσ. αυτός που αποτελείται από τριών ειδών χρόνο ή ρυθμό 3. (στην αρχ. μετρ.) αυτός που αποτελείται από τρεις βραχείες συλλαβές ή από μία βραχεία και μία μακρά, ο τρίσημος νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek